λωλαίνω

λωλαίνω
και λωλώνω (Μ λωλαίνω και λωλώνω) [λωλός]
1. τρελαίνω κάποιον, τόν κάνω ανόητο, τόν ζουρλαίνω
2. παθ. παραφρονώ, τρελαίνομαι («με τόσα βάσανα που πέρασε λωλάθηκε στο τέλος»)
3. ενοχλώ κάποιον ώς το σημείο τής παραφροσύνης («μέ λώλανες πια με το να λες συνεχώς τα ίδια και τα ίδια»)
4. ζαλίζω
5. (για τα γηρατειά) ξεκουτιάζω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λωλαίνω — λωλαίνω, λώλανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λωλαίνω — λώλανα, λωλάθηκα, λωλαμένος, τρελαίνω κάποιον, γίνομαι πολύ ενοχλητικός για τους άλλους: Με λώλανε το γάβγισμα του σκύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λώλαμα — το [λωλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λωλαίνω, λωλάδα, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

  • λωλαμός — ο [λωλαίνω] λώλαμα, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

  • ξελωλαίνω — αποτρελαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λωλαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”