- λωλαίνω
- και λωλώνω (Μ λωλαίνω και λωλώνω) [λωλός]1. τρελαίνω κάποιον, τόν κάνω ανόητο, τόν ζουρλαίνω2. παθ. παραφρονώ, τρελαίνομαι («με τόσα βάσανα που πέρασε λωλάθηκε στο τέλος»)3. ενοχλώ κάποιον ώς το σημείο τής παραφροσύνης («μέ λώλανες πια με το να λες συνεχώς τα ίδια και τα ίδια»)4. ζαλίζω5. (για τα γηρατειά) ξεκουτιάζω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.